- πηγή
- Oνομασία 15 οικισμών.
1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κλήματος Ευπαλίου.
3. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Τρικάλων του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ.).
4. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Πεδιάδας, του νομού Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καρουζανών.
5. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ.), στην πρώην επαρχία Κερκύρας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κασσιόπης.
6. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ.) στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Βελεντζικού.
7. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.), στην πρώην επαρχία Παιονίας, του νομού Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Αξιούπολης.
8. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Ικαρίας, του νομού Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φραντάτου.
9. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέου Χωριού.
10. Μικρός ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ.), στην πρώην επαρχία Μεσσήνης, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Μέλπειας.
11. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πλάτσας.
12. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 750 μ.), στην πρώην επαρχία Κονίτσης, του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται προς τα βορειοανατολικά της Κόνιτσας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (24 τ. χλμ.).
13. Πεδινός οικισμός (568 κάτ., υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (12 τ. χλμ.).
14. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Ρεθύμνης του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 436 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, ο Άγιος Δημήτριος (υψόμ. 110 μ.) και ο Πηγιανός Κάμπος (...).
15. Οικισμός (υψόμ. 900 μ.). Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μοίρας, της πρώην επαρχίας Πατρών, του νομού Αχαΐας.
* * *η, ΝΜΑ,και δωρ. τ. παγά Α1. άνοιγμα γης από το οποίο αναβλύζει νερό, που προέρχεται από υπόγεια φυσική δεξαμενή2. ο τόπος, ο χώρος από όπου προέρχεται κάτι (α. «πλουτοπαραγωγικές πηγές» β. «πηγή πετρελαίου» γ. «νέες πηγές δανεισμού» δ. «ἀργύρου πηγή» ε. «πρὸς ἡλίου πηγαῑς»)3. η αρχή, η προέλευση ή η αιτία (α. «ἤτονε τσ' ἀρετῆς πηγή», Ερωτόκρ.β. «πηγὴν τῆς ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου», Εκκλ.γ. «κακῶν πηγὴ πᾱσιν», Αισχύλ.)4. υμενώδες διάστημα τού κρανιακού κύτους, πριν από την πλήρη οστεοποίηση του, στα σημεία που ενώνονται οι ραφές τών οστώννεοελλ.-μσν.φρ. «Ζωοδόχος Πηγή» — προσωνυμία τής Θεοτόκουνεοελλ.1. πρωτότυπο κείμενο ή αυθεντικό έγγραφο, σε αντιδιαστολή προς τις μελέτες και τα βοηθήματα, από τη μελέτη τού οποίου επαληθεύονται γεγονότα και συνάγονται συμπεράσματα2. στον πληθ. οι πηγέςγεωλ. συνεχείς ή περιοδικές φυσικές εμφανίσεις υπόγειων υδροφόρων οριζόντων στην επιφάνεια τής Γης3. (για πρόσ.) αυτός από τον οποίο προέρχεται μια πληροφορία, μια είδηση4. φρ. α) «πηγή ενέργειας» — κάθε σύστημα που παρέχει ενέργεια υπό οποιαδήποτε μορφή (α. «πηγή θερμότητας» β. «φωτεινή πηγή» ή «πηγή φωτός» γ. «ραδιενεργός πηγή»)β) «θερμές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το νερό έχει θερμοκρασία ανώτερη από τη μέση ετήσια θερμοκρασία τού τόπου στον οποίο αναβλύζουνγ) «μεταλλικές πηγές» — οι πηγές τών οποίων το νερό είναι πλούσιο σε διαλυμένες ανόργανες ουσίες και αέριαδ) «ιαματικές πηγές» — οι μεταλλικές πηγές τών οποίων το νερό χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ασθενειώνε) «πηγή μολύσματος»(φυτοπαθολ.) κάθε υπόστρωμα ή τόπος όπου παράγεται και από ὁπου μεταδίδεται ένα μόλυσμαμσν.-αρχ.(για δάκρυα) ροή (α. «δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων», Κασσ. β. «ἴσχειν δ' οὐκέτι πηγὰς δύναμαι δακρύων», Σοφ.)αρχ.1. πληθ. αἱ πηγαίοι κανθοί τών ὀφθαλμών, από ὁπου πηγάζουν τα δάκρυα2. φρ. α) «πηγαὶ γάλακτος» — η ροή τού γάλακτος, το να τρέχει το γάλαβ) «πηγαὶ μαστῶν» — το γάλα από τη θηλάζουσα γυναίκαγ) «πηγαὶ βοτρύων» — το κρασίδ) «πηγαί πόντου» — θαλασσινό νερόε) «πηγαὶ τροφῆς τῷ γεννωμένῳ» — το μητρικό γάλαστ) «πηγαὶ Ἡλίου» — ο Νότοςζ) «πηγαι Νυκτός» — ο Βορράςη) «πυρὸς παγαί» — το ηφαίστειοθ) «τῆς ἀκουούσης πηγῆς δι' ὤτων» — τής αίσθησης τής ακοήςι) «πηγαὶ ἐμαί» — η αρχή τής ύπαρξής μου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με το ρ. πήγνυμι (πρβλ. πηγυλίς «παγος», παγετός, πάγος) οφείλεται στο γεγονός ότι τα ονόματα τής λ. πηγή σε πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες εκφράζουν την έννοια τού πάγου, τού ψύχους: αρχ. σλαβ. studenici, λιθουαν. šaltinis, ρωσ. studa (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «νίβαχιόνα και κρήνη»). Βλ. και λ. Στύξ].
Dictionary of Greek. 2013.